- διασπάσαντες
- διασπά̱σαντες , διασπάωtear asunderaor part act masc nom/voc pl (doric aeolic)διασπάωtear asunderaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα … Википедия
κρεουργηδόν — (Α) επίρρ. κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργός + επιρρμ. κατάλ. τού τρόπου ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν, φαλαγγ ηδόν)] … Dictionary of Greek